παραγραφή

παραγραφή
η
κατάργηση δικαιώματος ή συνεπειών αδικήματος με το πέρασμα ορισμένου χρόνου: Παραγραφή των πειθαρχικών αδικημάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραγραφή — anything written beside fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγραφή — Απόσβεση αξίωσης που απορρέει από έννομο δικαίωμα ή από λειτούργημα ή καθήκον, όταν η αξίωση αυτή από αδράνεια του δικαιούχου ή του αρμόδιου λειτουργού δεν έχει ασκηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, δικαιολογητικός λόγος …   Dictionary of Greek

  • παραγραφῇ — παραγράφω write by the side aor subj pass 3rd sg παραγραφή anything written beside fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγράφῃ — παραγράφω write by the side pres subj mp 2nd sg παραγράφω write by the side pres ind mp 2nd sg παραγράφω write by the side pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПАРАГРАФА —    • Παραγραφή,          см. Iudicium, Судопроизводство, 7 …   Реальный словарь классических древностей

  • παραγραφαῖς — παραγραφή anything written beside fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγραφαί — παραγραφή anything written beside fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγραφῆς — παραγραφή anything written beside fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγραφήν — παραγραφή anything written beside fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγραφῶν — παραγραφή anything written beside fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”